- προδιώκω
- Ακαταδιώκω κάποιον προς τα εμπρός, πολύ μακριά («εἴ τινας προδιώκοντας ἴδοιεν, ἀνέστελλον», Θουκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προδίωκε — προδιώκω get in advance in pursuit pres imperat act 2nd sg προδιώκω get in advance in pursuit imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιῶξαι — προδιώκω get in advance in pursuit aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιώκοντας — προδιώκω get in advance in pursuit pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιώκουσα — προδιώκω get in advance in pursuit pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προδίωξις — ώξεως, ἡ, Α [προδιώκω] η προς τα εμπρός ή η συνεχής καταδίωξη, προΐωξις* … Dictionary of Greek
προεδιώχθης — προδιώκω get in advance in pursuit aor ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)